εμπροστά — βλ. εμπρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντίκρυτα — επίρρ. (Μ ἀντίκρυτα) αντίκρυ, απέναντι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντίκρυτα < αντίκρυ αναλογικά προς το συνώνυμό του εμπροστά < εμπρός ή έμπροσθεν … Dictionary of Greek